- πυκνόρρευστος
- η , ο[ν] густой (о жидкости)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυκνόρρευστος — η, ο, Ν (για υγρό) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα, μεγάλο ιξώδες, παχύρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ρευστός (< ῥέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Δ. Παπαβασιλόπουλο] … Dictionary of Greek
πυκνόρρευστος — η, ο για υγρά, αυτός που έχει πυκνή ροή, παχύρρευστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ημίρρευστος — η, ο σχεδόν ρευστός, παχύρρευστος, πυκνόρρευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρευστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφόρο Θεοτόκη] … Dictionary of Greek
μελάτος — η, ο [μέλι] 1. πυκνόρρευστος, παχύρρευστος, ημίπηκτος σαν το μέλι 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι («λουκουμάδες μελάτοι») 3. συνεκδ. γλυκός σαν το μέλι 4. φρ. «αβγό μελάτο» αβγό το οποίο δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι… … Dictionary of Greek
παχύρρευστος — η, ο (για υγρά) αυτός που έχει μεγάλη πυκνότητα ώστε να ρέει δύσκολα, πυκνόρρευστος, πηχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ * + ρρευστος (< ρευστός), πρβλ. πυκνό ρρευστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… … Dictionary of Greek
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
ροφηματώδης — ῶδες, Α [ῥόφημα, ατος] πολτώδης, πυκνόρρευστος … Dictionary of Greek
συμμιγής — ές, ΝΑ αναμεμιγμένος, σύμμικτος νεοελλ. φρ. «συμμιγής αριθμός» μαθημ. αριθμός που δεν ανήκει στο δεκαδικό σύστημα και ο οποίος αποτελείται από περισσότερα τού ενός μέρη τα οποία εκφράζουν το ίδιο φυσικό μέγεθος αλλά έχουν διαφορετικές μονάδες… … Dictionary of Greek
μελάτος — η, ο 1. πυκνόρρευστος σαν το μέλι: Μου αρέσουν τα μελάτα αβγά (αβγά που δεν έβρασαν αρκετά ώστε να πήξει ο κρόκος τους). 2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι: Τηγανίτες μελάτες. 3. (συνεκδοχ.), γλυκός σαν το μέλι: Φρούτα μελάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)